- εξηχώ
- ἐξηχῶ, -έω (AM) [εξηχώ]αντηχώ («ἦχοι ἐξήχησαν ἐν τῆ κοιλάδι τῆς δίκης», ΠΔ)αρχ.βγάζω άναρθρες κραυγές, παραφωνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξηχῶ — ἐξηχέω sound forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξηχέω sound forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξηχέω sound forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξηχέω sound forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξήχησις — ἐξήχησις, η (AM) [εξηχώ] κακοφωνία αρχ. τρόπος έκφρασης, προφοράς … Dictionary of Greek
συνεξηχώ — έω, Α ψάλλω κάτι από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξηχῶ «αντηχώ»] … Dictionary of Greek